ἀλωπεκίας — ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκία mange in foxes fem acc pl ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκία mange in foxes fem gen sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκίας branded with a fox masc acc pl ἀλωπεκίᾱς , ἀλωπεκίας branded with a fox masc nom sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκία — ἀλωπεκίᾱ , ἀλωπεκία mange in foxes fem nom/voc/acc dual ἀλωπεκίᾱ , ἀλωπεκία mange in foxes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίᾱ , ἀλωπεκίας branded with a fox masc nom/voc/acc dual ἀλωπεκίας branded with a fox masc voc sg ἀλωπεκίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
ἀλωπεκίαι — ἀλωπεκίᾱͅ , ἀλωπεκία mange in foxes fem dat sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίας branded with a fox masc nom/voc pl ἀλωπεκίᾱͅ , ἀλωπεκίας branded with a fox masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκίαν — ἀλωπεκίᾱν , ἀλωπεκία mange in foxes fem acc sg (attic doric aeolic) ἀλωπεκίᾱν , ἀλωπεκίας branded with a fox masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀλωπεκίας branded with a fox masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gemeiner Fuchshai — (Alopias vulpinus) Systematik Unterklasse: Plattenkiemer (Elasmobranchii) Überordnung … Deutsch Wikipedia
αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… … Dictionary of Greek
οφίαση — η (Α ὀφίασις) νεοελλ. μορφή γυροειδούς αλωπεκίας κατά την οποία η κόμη ή οι τρίχες πέφτουν ταινιοειδώς, ιδίως στην ινιακή χώρα αρχ. 1. η οφιοειδής γύμνωση τών τριχών τής κεφαλής 2. είδος λέπρας κατά το οποίο ο ασθενής αλλάζει δέρμα σαν το φίδι.… … Dictionary of Greek
πιθηκοφόρος — ον, Α αυτός που φέρει χαραγμένο το σήμα πιθήκου («ὄψει τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀλωπεκίας ἤ πιθηκοφόρους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
τριχοφάγος — ο, Ν ιατρ. 1. κοινή ονομασία τής γυροειδούς αλωπεκίας 2. φλυκταινώδης δερματοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (II) + φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek